αυξομειώ

αυξομειώ
(ο) μετ. то увеличивать, то уменьшать;

αυξομειοδμαι — то увеличиваться, то уменьшаться; — изменяться; — колебаться;

αυξομειούται ο πυρετός τού ασθενούς — температура больного колеблется


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αυξομειώ" в других словарях:

  • αυξομείωση — η (AM αὐξομείωσις) [αυξομειώ] η διαδοχική αύξηση και μείωση αρχ. 1. η παλίρροια 2. η γέμιση και η χάση του φεγγαριού …   Dictionary of Greek

  • αυξομειώνω — (AM αὐξομειῶ, όω) αυξάνω και μειώνω διαδοχικά, προκαλώ διαδοχικά αύξηση και μείωση …   Dictionary of Greek

  • συναυξομειούμαι — όομαι, Α [αὐξομειῶ/ ώνω] αυξάνομαι και ελαττώνομαι, αυξομειώνομαι ταυτόχρονα με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»